- αποχειμάζω
- ἀποχειμάζω (Α)απρόσ. αποχειμάζεικοπάζει, περνά η κακοκαιρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποχειμάσῃ — ἀποχειμάζω blow over aor subj mid 2nd sg ἀποχειμάζω blow over aor subj act 3rd sg ἀποχειμάζω blow over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)